ταυροκράτης

ταυροκράτης
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ινδούς) «Γάνδαρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κράτης (< κρατῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • GANDARA — gens Indorum, pop. Gandarii dicuntur, et regio Gandarica. Steph. A fortitudinesic dicti videntur. Hesych. Γάνδαρος ὁ Ταυροκράτης παῤ λ᾿νδοῖς. Nescio quare Gandaros cornutos faciat Salmas. legendo Ταυροκέρατος. Gandaros an taurum olim Indis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”